- ἐπιγαμβρεία
- ἐπιγαμβρείᾱ , ἐπιγαμβρείαconnexion by marriagefem nom/voc/acc dualἐπιγαμβρείᾱ , ἐπιγαμβρείαconnexion by marriagefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιγαμβρεία — ἐπιγαμβρεία, η (Α) συγγένεια εξ αγχιστείας … Dictionary of Greek
ἐπιγαμβρείας — ἐπιγαμβρείᾱς , ἐπιγαμβρεία connexion by marriage fem acc pl ἐπιγαμβρείᾱς , ἐπιγαμβρεία connexion by marriage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγαμβρείαν — ἐπιγαμβρείᾱν , ἐπιγαμβρεία connexion by marriage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγάμβρευμα — ἐπιγάμβρευμα, το (Α) η επιγαμβρεία … Dictionary of Greek
επιγάμβρευσις — ἐπιγάμβρευσις, η (Α) η επιγαμβρεία … Dictionary of Greek